λαχταριστός

λαχταριστός
η , ό
1) аппетитный; лакомый; страстно желаемый, желанный; 2) живой, трепещущий;

λαχταριστό ψάρι — свежая, живая рыба


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λαχταριστός" в других словарях:

  • λαχταριστός — ή, ό [λαχταρίζω] 1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός 2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικός («κάτι μήλα λαχταριστά») 3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης. επίρρ... λαχταριστά με λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα …   Dictionary of Greek

  • λαχταριστός — ή, ό ελκυστικός, ποθητός: Έτρωγε μια λαχταριστή λιχουδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαχτάριστος — η, ο [λαχταριστός] 1. αυτός που δεν τόν επιθυμεί κανείς υπερβολικά, μη λαχταριστός, μη επιθυμητός 2. αυτός που δεν λαχτάρησε, που δεν υπέστη έντονες συγκινήσεις 3. (το ψάρι) που δεν λαχταράει, δεν σπαρταρά …   Dictionary of Greek

  • επιθύμιος — ἐπιθύμιος, ον (AM) επιθυμητός, λαχταριστός …   Dictionary of Greek

  • επιπόθητος — ἐπιπόθητος, ον (AM) [επιποθώ] μσν. (για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.) αρχ. 1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος 2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε. επίρρ... ἐπιποθήτως… …   Dictionary of Greek

  • λιγουρευτός — ή, ό [λιγουρεύω] αυτός που προκαλεί τον πόθο, λαχταριστός …   Dictionary of Greek

  • λιμπιστός — ή, ό [λιμπίζομαι] αυτός που προκαλεί σφοδρή επιθυμία, λαχταριστός, ζηλευτός, ποθητός …   Dictionary of Greek

  • ορεκτικός — ή, ό (ΑΜ ὀρεκτικός, ή, όν) [ορεκτός] 1. αυτός που διεγείρει την όρεξη 2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη β) …   Dictionary of Greek

  • σπαρταριστός — ή, ό Ν [σπαρταρίζω] 1. αυτός που σπαρταράει, που ασπαίρει 2. φρέσκος, λαχταριστός («σπαρταριστά ψάρια») 3. ζωντανός, συναρπαστικός (α. «σπαρταριστή περιγραφή» β. «σπαρταριστό ανέκδοτο») 4. φρ. «σπαρταριστά γέλια» ζωηρά και ηχηρά γέλια …   Dictionary of Greek

  • λιμπιστός — ή, ό λαχταριστός: Λιμπιστά φρούτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»